Ο χρόνος πλησιάζει,
και εσύ καλή μου με κλειστά μάτια
περιμένεις να ξεκλειδώσουμε τις ψυχές μας μπρος στη θάλασσα,
και μου λες ότι φτάνει να μας παρασύρει ένα γλυκό ανέμελο χαμόγελο για να οδηγηθούμε στο μεταίχμιο της κατάλληλης στιγμής.
Και σαν ανταμώσουν τα σύντομα όνειρα μας,
και όταν καλοσήμαδα θα ξυπνήσουν οι μοναχικοί μας πόθοι,
μην διστάσεις να μου ζητήσεις το γιατί,
το γιατί που κρυμμένο όπως είναι στα βάθη της σκέψης μου,
ακόμα ψάχνει να βρεί την απάντηση.
The time is approaching,
and you my dear,
with closed eyes you are waiting us to unlock our souls in front of the sea,
and you tell me that one sweat and carefree smile is enough to wash us away and drive us to the verge of the appropriate moment.
And when our passing dreams will meet,
when unanticipatedly our lonesome desires will wake,
don’t hesitate to ask me the why,
the why that as it is hidden in the soundings of my thoughts,
is still searching for the reply.
Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010
Νύχτα..
Άδεια χέρια, παλάμες ανοιχτές για σένα,
μικρό παιδί σαν να ζητάει μήλο σε συσσίτιο λιτό.
Μα να γεμίσουν με δάκρυα μπορώ να περιμένω,
και με αυτά τα δάκρυα την γαρυφαλλιά στον κήπο σου θα έρυω να ποτίσω.
Και μια νύχτα σκοτεινή το άνθος στο στήθος σου θα έρθω να ακουμπήσω.
Μα θα κοιμάσαι αγάπη μου και δεν θα καταλάβεις,
δεν θα με δεις να σε κοιτώ,
δεν θα με δεις να σβήνω.
Empty hands, palms open for you,
like a small child asking for an apple in a poor meal.
But I can wait until my palms are filled with tears,
and with these tears the carnation plant in your garden I will come to water.
And one semidark night the flower to your breast I will come to leave.
But you’ll be sleeping my love, and you will not understand,
you will see me watching at you,
you will not see me faiding out.
μικρό παιδί σαν να ζητάει μήλο σε συσσίτιο λιτό.
Μα να γεμίσουν με δάκρυα μπορώ να περιμένω,
και με αυτά τα δάκρυα την γαρυφαλλιά στον κήπο σου θα έρυω να ποτίσω.
Και μια νύχτα σκοτεινή το άνθος στο στήθος σου θα έρθω να ακουμπήσω.
Μα θα κοιμάσαι αγάπη μου και δεν θα καταλάβεις,
δεν θα με δεις να σε κοιτώ,
δεν θα με δεις να σβήνω.
Empty hands, palms open for you,
like a small child asking for an apple in a poor meal.
But I can wait until my palms are filled with tears,
and with these tears the carnation plant in your garden I will come to water.
And one semidark night the flower to your breast I will come to leave.
But you’ll be sleeping my love, and you will not understand,
you will see me watching at you,
you will not see me faiding out.
Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010
Γιατί;
Όλα οσα αγγιξα ξαφνικά αλλάξαν χρώμα, όλα όσα είπα με δάκρυα με κοίταξαν στα μάτια, και τα ποδήλατα με σκασμένα λάστιχα συνεχίζουν να τρέχουν. Τρέχουν και παρασήρουν σε μελωδίες αλλόκοτες αδιάφορα πρόσωπα, προσωπεία μάλλον που με ένα χαμόγελο μπορούν να ξεκλειδώσουν ότι ακριβό κρύβεις μέσα σου. Και η βροχή να δίνει τον ρυθμό σ’αυτό το αναίτιο ταξίδι προς τη ζωγραφισμένη απόλαυση.
Everything I touched suddenly changed color, and all the things I said with tears looked at my eyes, and the bicycles with flat rubbers they continue running. Running and seducing to grotesque melodies ignorant persons, vizards that just with one smile can unlock everything valuable inside you. And the rain is giving the rhythm in that silly trip to the painted pleasures.
Everything I touched suddenly changed color, and all the things I said with tears looked at my eyes, and the bicycles with flat rubbers they continue running. Running and seducing to grotesque melodies ignorant persons, vizards that just with one smile can unlock everything valuable inside you. And the rain is giving the rhythm in that silly trip to the painted pleasures.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)